- Όλβιο
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.) του νομού Ξάνθης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παλαιό Όλβιο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευλάλου … Dictionary of Greek
Olvio — (Greek: Όλβιο) is a settlement in the municipality Topeiros in the Xanthi peripheral unit of Greece. It is located six kilometers north of Evlalos and 24 kilometers northeast of Xanthi. In 1981, the population of Olvio was around 518 inhabitants … Wikipedia
Palaio Olvio — ( el. Παλαιό Όλβιο) is a settlement in the Xanthi prefecture of Greece … Wikipedia
Ολβίζω — ὀλβίζω (Α) [όλβος] 1. καθιστώ κάποιον όλβιο*, μακάριο, ευτυχισμένο («ἕv ἦμαρ μ ὤλβισ , ἕν δ ἀπώλεσεν», Ευρ.) 2. θεωρώ κάποιον ευδαίμονα, μακαρίζω, καλοτυχίζω κάποιον («ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα ἐν εὐεστοῑ φίλη», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ζωόδωρος — ζωόδωρος, ον (Μ) αυτός που δωρίζει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + δωρος (< δώρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] … Dictionary of Greek
θεόμοιρος — θεόμοιρος, ον (Α) αυτός που μετέχει στη θεία φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρος (< μοίρα), πρβλ. ά μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
ιουδαϊόφρων — ἰουδαϊόφρων, ον (Μ) αυτός που φρονεί τα ίδια με τους Ιουδαίους, αυτός που έχει τις ίδιες πεποιθήσεις με τους Ιουδαίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰουδαϊ κός + συνδετικό φωνήεν ο + φρων (< φρην), πρβλ. κραταιό φρων, ολβιό φρων] … Dictionary of Greek
κακόμοιρος — η, ο (AM κακόμοιρος, ον) αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος. επίρρ... κακόμοιρα άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
καλλίδωρος — καλλίδωρος, ον (Α) αυτός που αποτελεί ωραίο δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] … Dictionary of Greek
κερδαλεόφρων — κερδαλεόφρων, ον (Α) 1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος 2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό φρων, πιστό… … Dictionary of Greek